- σιρβεντές
- και σερβάντ, το, Νείδος προβηγκιανής ποίησης τού 12ου και τού 13ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sirventes / sirvent < γαλλ. sirvente < προβηγκ. sirventes «τραγούδι τού υπηρέτη» < sirvent / servent «υπηρέτης» (< λατ. serviens, -entis, μτχ. ενεστ. τού ρ. servio «υπηρετώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.